- νησοπυριτικός
- -ή, -ό(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νησοπυριτικά(ορυκτ.) ομάδα ανόργανων χημικών ενώσεων η δομή τών οποίων χαρακτηρίζεται από μεμονωμένα πυριτικά τετράεδρα στα οποία ένα κεντρικό άτομο πυριτίου περιβάλλεται από τέσσερα άτομα οξυγόνου που καταλαμβάνουν τις κορυφές ενός τετραέδρου.
Dictionary of Greek. 2013.